- ἀκενοδοξία
- ἀκενοδοξίᾱ , ἀκενοδοξίαwithout vain conceitfem nom/voc/acc dualἀκενοδοξίᾱ , ἀκενοδοξίαwithout vain conceitfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακενοδοξία — ἀκενοδοξία, η (AM) [ἀκενόδοξος] η ιδιότητα τού ακενόδοξου, η μετριοφροσύνη … Dictionary of Greek
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия
ακενόδοξος — ἀκενόδοξος, ον (Α) αυτός που δεν κατέχεται από κενοδοξία, ο μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κενόδοξος. ΠΑΡ. ἀκενοδοξία] … Dictionary of Greek